- αμετασάλευτος
- -η, -ο (AM ἀμετασάλευτος, -ον) [μετασαλεύω]αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί, ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμετασάλευτος — η, ο επίρρ. α αμετακίνητος: Στην πολυθρόνα κάθεται αμετασάλευτος μήνες τώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατάρακτος — και ατάραχος και ατάραγος, η, ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, ον) ήρεμος, γαλήνιος νεοελλ. 1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει 2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής αρχ. 1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός 2. αυτός που δεν… … Dictionary of Greek